Share
Από τις 30 Νοεμβρίου έως τις 12 Δεκεμβρίου 2023, το παγκόσμιο ενδιαφέρον επικεντρώθηκε στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και τη Σύνοδο κορυφής του ΟΗΕ για το κλίμα (COP28). Η ετήσια Σύνοδος θεωρείται ως η πιο σημαντική παγκόσμια συνάντηση, όπου μέσω διαπραγματεύσεων, καθορίζεται μια κοινά αποδεκτή πορεία αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης.
Είναι μια ετήσια σύνοδος ικανό και αποτελεσματικό μέσο για τη διαχείριση της παγκόσμιας κλιματικής κρίσης; Σε πρώτη ανάγνωση όχι, αποτελεί όμως ένα ακόμη εργαλείο στην προσπάθεια αναζήτησης συγκλίσεων για το παραγωγικό μοντέλο του πλανήτη τα προσεχή χρόνια. Χωρίς συναίνεση (και κίνητρα) δεν μπορούν να προκύψουν αλλαγές σε εθνικές πολιτικές, ειδικά των ισχυρών οικονομιών, οι οποίες είναι ταυτόχρονα και μεγάλοι ρυπαντές.
Ακούγεται, και μάλλον είναι, οξύμωρο το γεγονός ότι η COP28, στην οποία υπήρξε ρεκόρ συμμετοχών, φιλοξενήθηκε από μια πετρελαϊκή υπερδύναμη και περίπου 2500 συμμετοχές σχετίζονταν με τη βιομηχανία πετρελαίου και φυσικού αερίου (έναντι περίπου 600 στη Σύνοδο COP27). Ωστόσο, τα αποτελέσματα της Συνόδου κινούνται, μάλλον, προς τη σωστή κατεύθυνση σε επίπεδο διεθνούς κοινότητας.
Στο επίκεντρο της COP28 τέθηκε η μείωση της χρήσης ορυκτών καυσίμων και ο δραστικός περιορισμός των εκπομπών άνθρακα, τα οποία αντανακλώνται στη διεθνή δέσμευση μεταξύ 117 χωρών ή ενώσεων κρατών, για τριπλασιασμό των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και διπλασιασμό της εξοικονόμησης ενέργειας μέχρι το 2030 προκειμένου να διατηρηθεί εφικτός ο κλιματικός στόχος της Συμφωνίας του Παρισιού που ορίζει τους 1,5oC ως ανώτατο όριο αύξησης της παγκόσμιας μέσης θερμοκρασίας. Επίσης, από τη Σύνοδο διαφάνηκε έμπρακτη υποστήριξη στις αναπτυσσόμενες χώρες, τόσο σε χρηματοδοτικό όσο και σε τεχνολογικό επίπεδο.
Η δέσμευση για τριπλασιασμό της παγκόσμιας παραγωγικής ικανότητας των ΑΠΕ για τη μείωση των εκπομπών άνθρακα του ενεργειακού τομέα, ο οποίος συνεισφέρει σημαντικά στις παγκόσμιες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, υποστηρίχθηκε δυναμικά τόσο από την Ευρωπαϊκή Ένωση, όσο και από τις ΗΠΑ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Επίσης, υπερτονίστηκε ότι η «έκρηξη της πράσινης ενέργειας» που αναμένεται, είναι μια ευκαιρία για τις πλούσιες σε ορυκτούς πόρους χώρες να προσαρμόσουν, με στρατηγικό τρόπο, μέρος της οικονομίας τους γύρω από αυτούς τους πόρους.
Ειδικά σε αυτό το θέμα, είναι προφανές ότι πιθανή έλλειψη παγκόσμιας καθοδήγησης για τη διαχείριση των κρίσιμων, για την ενεργειακή μετάβαση, ορυκτών πόρων, θα μπορούσε να επιδεινώσει το ήδη εύθραυστο γεωπολιτικό περιβάλλον και τους κινδύνους που απορρέουν από κάτι τέτοιο, όπως επίσης και τις περιβαλλοντικές και κοινωνικές προκλήσεις, συμπεριλαμβανομένων των επιπτώσεων στα αποθέματα γλυκού νερού, τη βιοποικιλότητα, την υγεία και τα δικαιώματα των αυτόχθονων πληθυσμών.
Στην COP28 τονίστηκε ότι η εξόρυξη των απαραίτητων ορυκτών πρώτων υλών για την υποστήριξη της καθαρής ενέργειας, πρέπει να γίνει με βιώσιμο και δίκαιο τρόπο. «Δεν μπορούμε να επαναλάβουμε τα λάθη του παρελθόντος», ανέφερε χαρακτηριστικά υψηλός αξιωματούχος του ΟΗΕ, προσθέτοντας ότι «η ζήτηση για πρώτες ύλες, όπως ο χαλκός, το λίθιο και το κοβάλτιο, αναμένεται σχεδόν να τετραπλασιαστεί μέχρι το 2030».
Η Ευρώπη βρίσκεται λοιπόν, εκ νέου, αντιμέτωπη με το ζήτημα της «κρίσης πρώτων υλών» εφόσον με τα τωρινά δεδομένα και χωρίς επάρκεια σε κρίσιμες πρώτες ύλες, θα αντιμετωπίσει δυσκολίες στην πράσινη μετάβαση και στην ανταγωνιστικότητα της. Η κατάρτιση και πρόσφατη υπερψήφιση της Πράξης για τις Κρίσιμες Πρώτες Ύλες (Critical Raw Materials Act, CRMA) είναι μια σημαντική βάση αναφοράς για την παραγωγή, την εξόρυξη και την ανακύκλωση των κρίσιμων πρώτων υλών εντός Ευρωπαϊκών συνόρων.
Στην CRMA, ο χαλκός αναφέρεται ως στρατηγική πρώτη ύλη και έως το 2030, στόχος είναι το 10% της κατανάλωσης στρατηγικών ορυκτών πρώτων υλών της Ένωσης να εξορύσσεται εντός της ΕΕ. Οι τεχνολογίες που είναι κρίσιμες για την ενεργειακή μετάβαση, όπως τα ηλεκτρικά οχήματα, οι μπαταρίες, οι ηλιακοί συλλέκτες και οι ανεμογεννήτριες βασίζονται στο χαλκό, και μάλιστα οι ποσότητες χαλκού που απαιτούνται για την ανάπτυξη τους, είναι πολλαπλάσιες αυτών που απαιτούνται για τις συμβατικές ενεργειακές τεχνολογίες που στηρίζονται στα ορυκτά καύσιμα. Συνεπώς, εκ των πραγμάτων, απαιτείται σημαντική αύξηση των επενδύσεων, ειδικά στον τομέα της εξόρυξης, προκειμένου να επιτευχθεί, ή τουλάχιστον προσεγγιστεί, ικανοποιητικό επίπεδο αυτάρκειας χαλκού στην ΕΕ εντός των χρονικών περιθωρίων που έχουν τεθεί.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα βρίσκεται μπροστά σε μια ιστορική ευκαιρία. Στην περιοχή της ΒΑ Χαλκιδικής, στα μεταλλεία Κασσάνδρας, αναπτύσσεται ένα ιδιαίτερης σημασίας μεταλλευτικό έργο. Το νέο, υπερσύγχρονο, μεταλλείο χαλκού και χρυσού της Ελληνικός Χρυσός στις Σκουριές, μέρος συνολικής επένδυσης ύψους 3,2 δισ. δολαρίων, θα τοποθετήσει για πρώτη φορά τη σύγχρονη Ελλάδα στον παγκόσμιο χάρτη παραγωγής χαλκού και θα συμβάλει στην ανθεκτικότητα της Ευρωπαϊκής εφοδιαστικής αλυσίδας.
Το έργο χαλκού της Ελληνικός Χρυσός στις Σκουριές της Χαλκιδικής ανήκει στην πρώτη πεντάδα των σημαντικότερων έργων εξόρυξης χαλκού υπό ανάπτυξη παγκοσμίως με κριτήριο την εκτιμώμενη διάρκεια ζωής του (περίπου 20 έτη). Σύμφωνα με τη μελέτη σκοπιμότητας, προβλέπεται ετήσια παραγωγή, κατά μέσο όρο, 67 εκατομμυρίων λιβρών χαλκού. Συγχρόνως, το έργο στις Σκουριές είναι το μόνο υπό ανάπτυξη έργο εξόρυξης χαλκού σε ευρωπαϊκό έδαφος.
Ο σεβασμός στη μεταλλευτική ιστορία της ΒΑ Χαλκιδικής και η οικοδόμηση μακροχρόνιων σχέσεων εμπιστοσύνης με την τοπική κοινωνία, αποτελούν τη βάση πάνω στην οποία σχεδιάστηκε το έργο από την Ελληνικός Χρυσός. Το μεταλλευτικό έργο θα κατασκευαστεί και θα λειτουργήσει με τα υψηλότερα περιβαλλοντικά πρότυπα και θα δημιουργήσει, σε βάθος 25ετίας, περίπου 1.400 νέες σταθερές και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας στην περιοχή και περί τις 800 πρόσθετες θέσεις εργασίας κατά τη διάρκεια κατασκευής του έργου, με βασικό κριτήριο επιλογής την εντοπιότητα.
Ο χαλκός, το μέταλλο της ενεργειακής μετάβασης όπως συχνά αποκαλείται, ανοίγει το δρόμο ενίσχυσης του γεωστρατηγικού ρόλου της Ελλάδας εντός της ΕΕ. Από τη City Expo του Dubai έως τη ΒΑ Χαλκιδική, το μήνυμα είναι ότι το μέλλον θα ανήκει σε όσες χώρες δράσουν άμεσα και αξιοποιήσουν τις προκλήσεις του κλίματος, μετατρέποντας τις σε ευκαιρίες ανάπτυξης και προόδου.